-
1 мыло
мыло с το σαπούνι* туалетное \мыло το μοσχοσάπουνο* * *сτο σαπούνιтуале́тное мы́ло — το μοσχοσάπουνο
-
2 туалетный
туалетный: \туалетныйое мыло το μοσχοσάπουνο· \туалетныйая бумага ο χάρτης υγείας* * *туале́тное мы́ло — το μοσχοσάπουνο
туале́тная бума́га — ο χάρτης υγείας
-
3 мыло
мыл||ос1. τό σαπούνι, ὁ σάπων:туалетное \мыло τό μοσχοσάπουνο, ὁ ἀρωμα-τώδης σάπων хозяйственное \мыло σαποῦνι τῆς πλύσης· брусок (кусок) \мылоа μιά πλάκα σαπούνι·2. (пена) ὁ ἀφρός:лошадь вся в \мылое τό ἄλογο βγάζει ἀφρούς. -
4 туалетный
туалет||ныйприл τής τουαλέτ(τ)ας:\туалетныйный стол ἡ τουαλέτ(τ)α· \туалетныйное мыло τό μοσχοσάπουνο· \туалетныйные принадлежности τά χρειώδη καλλωπισμού καί καθαριότητας. -
5 мыло
-а α., πλθ. -а σαπούνι•хозяйственное (простое) мыло σαπούνι κοινό•
туалетное мыло αρωματικό σαπούνι, μοσχοσάπουνο•
кусок -а ή брусковое мыло πλάκα (καλούπι) σαπούνι•
мыло для бритья σαπούνι ξυρίσματος.
|| αφρός, σαπουμάδα. || αφρός από τον ιδρώτα (για άλογα).
См. также в других словарях:
μοσχοσάπουνο — και μοσκοσάπουνο, το αρωματισμένο σαπούνι … Dictionary of Greek
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
μοσκοσάπουνο — το βλ. μοσχοσάπουνο … Dictionary of Greek